νευστάζω

νευστάζω
(Α νευστάζω)
1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω
2. κάνω νεύμα («ὀφρύσι νευστάζων», Ομ. Οδ.)
3. νυστάζω, ανεβοκατεβάζω το κεφάλι από τη νύστα
αρχ.
(για ζώα) χαμηλώνω τα κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό μεταρηματ. παράγωγο τού νεύω (πρβλ. βαστάζω, ελκυστάζω, ρυστάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νευστάζω — nod pres subj act 1st sg νευστάζω nod pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευστάζῃ — νευστάζω nod pres subj mp 2nd sg νευστάζω nod pres ind mp 2nd sg νευστάζω nod pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευστάζει — νευστάζω nod pres ind mp 2nd sg νευστάζω nod pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευστάζοντα — νευστάζω nod pres part act neut nom/voc/acc pl νευστάζω nod pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευστάζουσι — νευστάζω nod pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) νευστάζω nod pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευστάζειν — νευστάζω nod pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευστάζοντες — νευστάζω nod pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευστάζων — νευστάζω nod pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • νυστάζω — (ΑΜ νυστάζω) αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, η, ο α) νυσταλέος β) νωθρός, δυσκίνητος νεοελλ. μσν. βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.) αρχ. 1. μέ παίρνει ύπνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”